-
1 укол
укол м 1) το τσίμπημα 2) мед. η ένεση; сделать \укол κάνω ένεση 3) спорт, το άγγιγμα* * *м1) το τσίμπημα2) мед. η ένεσηсде́лать уко́л — κάνω ένεση
3) спорт. το άγγιγμα -
2 впрыскивать
впрыскиватьнесов, впрыснуть сов κάνω ἔνεση. -
3 впрыскивать
[φπρύσκιβατ'] ρ. κάνω ένεση -
4 впрыскивать
[φπρύσκιβατ'] ρ κάνω ένεση -
5 впрыснуть
ρ.σ.μ. κάνω ένεση. -
6 инъекцировать
-рую, -руешьρ.δ.κ.σ.μ. κάνω ένεση.
См. также в других словарях:
ενίημι — (Α ἐνίημι) [ίημι] 1. νεοελλ. (για φάρμακα, δηλητήρια) εισάγω με σύριγγα στο σώμα, κάνω ένεση, εγχέω θεραπευτικό υγρό αρχ. 1. στέλνω μέσα, εμβάλλω, ρίχνω μέσα 2. εμβάλλω κάτι στην ψυχή κάποιου, εμπνέω («πὰρ δέ μοι στῆθι μένος πολυθαρσὲς ἐνεῑσα»… … Dictionary of Greek